|
ΦΟΡά
|
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ, ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ, ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ | |
|
||
|
<
ΚΕΝΤΡΙΚΗ
<
|
Μαρία: Σε ηλικία μεταξύ 70 και 80 Σοφία: Σε ηλικία μεταξύ 70 και 80 Γιάννης: Σε ηλικία μεταξύ 70 και 80 Μαρία: Σε ηλικία μεταξύ 70 και 80 Κύριος: Σε ηλικία μεταξύ 70 και 80 |
Γιάννη και Σοφία, που αγάπησα πολύ. |
"Ο
Αϊ Βασίλης δεν αρρώστησε" © 2000
Σε ένα σαλόνι κάποιου ΚΑΠΗ. Τρεις
καναπέδες δεξιά δύο τρία τραπέζια καφενείου με καρέκλες στο κέντρο. Η κυρία
Μαρία με την κυρία Σοφία διακοσμούν τον τοίχο με αγγελάκια και αστεράκια.
Ο κυρ Γιάννης κάθετε σε μια καρέκλα στο κέντρο και διαβάζει μία εφημερίδα
που κρατά ανάποδα. Η κυρία Ελένη κάθεται σε μια πολυθρόνα δεξιά και πλέκει.
Ακούγεται δυνατή μουσική με Χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Γιάννης: Έ σταματήστε πια
αυτό το καβουρτιστίρι ούτε να διαβάσουμε δεν μπορούμε.
Γιάννης: Εσύ κυρά Μαρία κοίταξε το ζάχαρό σου που κοντεύεις να γίνεις κομπόστα και άσε με εμένα. Μαρία: Μωρέ ας μου ερχόταν
εμένα η καθυστερούμενη σύνταξη του μακαρίτη και θα μου έπεφτε και το ζάχαρο
και θα γινόμουν περδίκι … αλλά έρχεται; δεν έρχεται!
Γιάννης: Εσένα κουτσά στραβά θα φτάσει, με τα δικά μου τα μάτια τι γίνετε που ο γιατρός μου μιλάει για εγχείρηση και χαιρετίσματα… Σοφία: Μην στεναχωριέσαι θα
περάσει κι αυτό ένα τσιμπιματάκι θα νιώσεις μόνο… κυρά Μαρία αυτό βάλτο
εκεί.
Γιάννης: Μωρέ ας έβλεπα τόσο
δα …ίσα που να διαβάζω μια εφημερίδα… δεν ήθελα τίποτε άλλο.
Ελένη: (ταραγμένη) Μήπως είναι για μένα κυρα Μαρία. Μαρία: (στο τηλέφωνο) Ναι … όλα καλά σχεδόν τελειώσαμε… Γιάννης: (στην Σοφία) Τι έχει
η κυρα Λένη και δεν μιλιέται σήμερα;
Μαρία: (στο τηλέφωνο) Μέχρι
να μαζευτεί ο κόσμος για την γιορτή θα είναι όλα έτοιμα.
Σοφία: Τι να σου κάνουν κι αυτοί; Είναι μακριά βλέπεις . Γιάννης: Κατάλαβα … μαύρα
Χριστούγεννα θα κάνει.
Γιάννης: Ε μα καλά λέω… η
μία χωρίς σύνταξη, η άλλη χωρίς συγγενείς, και εγώ με ένα καταρράχτη σαν
τον Νιαγάρα...
Μαρία: Άμα ήμουν κανένα κοριτσόπουλο όμως από χιλιόμετρο θα με έβλεπες. Γιάννης: Κανόνισε να σε ακούσει
η κυρά μου, και να με περάσει σαράντα κύματα.
Σοφία: Μην μου πεις ότι ζηλεύει
η Αγγελικώ κυρ Γιάννη;
Μαρία: Ε κυρα Λένη εσύ σα να μην είσαι εδώ απόψε τι έχεις πια; Ελένη : Έχω κι εγώ τα προβλήματά
μου.
(Μπαίνει μέσα από τα αριστερά ένας ηλικιωμένος Κύριος με ένα βαλιτσάκι στο χέρι, όλοι τον κοιτάνε σαν μαρμαρωμένοι) Κύριος: Καλησπέρα σας. Γιάννης: Γεια σου πατριώτη πέρασε μέσα κάθισε, για την γιορτή ήρθες; Κύριος: Ναι για την γιορτή. Γιάννης: Έλα κάθισε λίγο, κουρασμένος φαίνεσαι θες ένα καφεδάκι; Κύριος: (κάθετε) Ά ευχαριστώ καφέ δεν πίνω λίγο νεράκι. Μαρία: Πάω να φέρω εγώ.
Γιάννης: Μια χαρά δεν θα πεί
τίποτα… αυτά λέγαμε τώρα.
Κύριος: Ναι, με ειδοποίησε ο πρόεδρος για μια γιορτή που θα κάνετε. Ελένη: Θέλετε να καθίσετε εδώ στις πολυθρόνες είναι πιο αναπαυτικά. Κύριος: Να `στε καλά βολεύτηκα. Γιάννης: Εδώ από τα μέρη μας είσαι; Κύριος: Όχι ακριβώς αλλά γυρνάω παντού. Μαρία: Ορίστε και το νεράκι σας. Κύριος: Να `στε καλά στην υγειά σας και καλές γιορτές. Μαρία: Μήπως είστε αυτός που
θα ντυθεί Άγιος Βασίλης στην Γιορτή;
Ελένη: Καλά στολή, μούσια, γένια; Κύριος: Εδώ είναι όλα στο
βαλιτσάκι, θα αλλάξω σε λίγο.
Σοφία: Ας το καλό τους, μήπως θα μας μοιράσετε και δωράκια; Εγώ θέλω μια κούκλα. Μαρία: Εδώ που τα λέμε Χριστουγεννιάτικη
γιορτή χωρίς Άγιο Βασίλη γίνετε ; δεν γίνετε.
Γιάννης: Τώρα εσύ βέβαια δεν φταίς σε τίποτα, εσύ μεροκάματο πας να βγάλεις… αλλά δεν κολλάει πώς να το κάνουμε! Κύριος: Κι αν… λέω έτσι για πλάκα, αν είμουν ο πραγματικός Άγιος Βασίλης; Σοφία: Μπα ούτε για πλάκα δεν θα μπορούσες να είσαι… Ο πραγματικός Άγιος Βασίλης στην δικιά μας την γιορτή θα ερχότανε; Κύριος: Συμφωνώ εν μέρη κυρία Σοφία, ο πραγματικός Άγιος Βασίλης δεν θα πήγαινε σε καμία γιορτή, αλλά σίγουρα θα πήγαινε σε ανθρώπους. Γιάννης: Μπα κυβερνητικός είναι κι αυτός … μας έχει ξεχάσει εντελώς, μια ζωή δουλειά και υπομονή και στο τέλος ούτε θεός ούτε άνθρωπος. Μαρία: Πάλι την μουρμούρα
άρχισες εσύ; Κάνε και κανένα ρεπό, σε λίγο θα έρθει και κόσμος.
Γιάννης: Α διαφημιστικά μπορεί.
Σοφία: Γιατί άδικο έχουμε με τόσα που βλέπουν κάθε μέρα τα μάτια μας; Κύριος: Πράγματι άδικο δεν έχετε, αλλά έτσι όπως έχετε σκληρύνει την καρδιά σας και να ήμουν εγώ ο αληθινός Αϊ Βασίλης δύσκολα θα `βρισκα χώρο να ξαποστάσω. Ελένη: Πάντως έχετε μπει στο πετσί του ρόλου για καλά, στο τέλος θα το πιστέψετε κιόλας. Κύριος: Ναι που ξέρετε; Μπορεί
και να το έχω πιστέψει κι όλα, μπορεί να είμαι κάτι σαν κι αυτό που εσείς
λέτε Πίστη στον εαυτό σας, Άγιος Βασίλης, Κύριος, ή Θεός…
Γιάννης: Δεν είπα αυτό… απλά είναι ντροπή εμείς οι άνθρωποι να παριστάνουμε τους Θεούς. Κύριος: Εγώ κυρ Γιάννη όταν ήμουν μικρός παρακαλούσα τον Θεό να μου παρουσιαστεί, Του έλεγα μάλιστα στην προσευχή μου να μου βάλει ένα φασόλι κάτω από το μαξιλάρι για να πεισθώ ότι υπάρχει, τώρα σκέφτομαι ότι αν παρουσιαζόταν μπροστά μου θα με τρόμαζε γι αυτό καλύτερα να ενδιαφερόταν για μένα χωρίς να το ξέρω. Γιάννης: Όταν ήσουν μικρός; Καλό κι αυτό. (χαμένος κάθετε στην καρέκλα του σκεφτικός) Σοφία: Πάντως εδώ που τα λέμε δεν ήταν και άσχημα τότε που ήμασταν παιδιά και πιστεύαμε στον Άι Βασίλη! Αλλά εσείς πρέπει να ηρεμήσετε λίγο, πώς να το πώ, μπορεί τα νεύρα σας λίγο… Κύριος: Ναι ήταν ωραίο πράγμα τότε που πιστεύαμε στον Αϊ Βασίλη…Υπήρχαν όμως παιδιά κυρα Σοφία που δώρο από τον Άγιο Βασίλη δεν πήραν ποτέ, μόνο έβαζαν από βραδύς ένα κομμάτι ψωμί δίπλα στο προσκεφάλι τους για να το βρίσκουν το πρωί και να έχουν την ψευδαίσθηση ότι δεν τα ξέχασε… μπορεί αυτό το κομμάτι ψωμί όμως όταν το έτρωγαν, αυτός να το μετέτρεπε στο πιο γλυκό παντεσπάνι. Σοφία: (Σαν φοβισμένη πάει κοντά στην κυρα Μαρία) Ναι ναι πολλά παιδιά… κακουχίες βλέπετε τότε… στερήσεις… Κύριος: Κάποια στιγμή μπορεί
ένα τυχαίο γεγονός να μας πείσει ότι κάποιος μπορεί να νοιάζεται και για
μας. Να… αν ας πούμε για παράδειγμα, εγώ σήμερα ήμουν ο πραγματικός Άγιος
Βασίλης είστε έτοιμοι να αφήσετε για λίγο την καρδιά σας να γίνει παιδική;
όπως τότε που κάνατε όνειρα για το σήμερα και να μου ζητήσετε κάτι μέσα
από αυτήν; που ξέρετε μπορεί και να γίνει πραγματικότητα..
Μαρία: Εδώ οι πληροφοριοδότες σου κάναν λάθος, μια κόρη έχει μόνο η κυρα Λένη και αυτή την είδε το Καλοκαίρι. Κύριος: Καλά εντάξει ένα παράδειγμα
έφερα, ξέρει η κυρα Λένη πόσες κόρες έχει και ξέρει από πότε έχει να τις
δεί και ξέρει και τον λόγο που δεν τις βλέπει, εγώ θα της τα πώ;
Γιάννης: Πολλά περίμενα στην ζωή μου, αλλά ότι θα ερχόταν στα εβδομήντα πέντε μου ένας Άγιος Βασίλης να μου πει ανέκδοτο σόκιν δεν το περίμενα. Σοφία: Συγνώμη κύριε αλλά επειδή αισθάνομαι κάτι περίεργο… μήπως πήγαμε στον άλλο κόσμο όλοι μαζί παρέα; Κύριος: (χαμογελώντας) Όχι όχι μην ανησυχείτε ίσως να φταίω κι εγώ… δεν συμβαίνει τίποτα κακό… είναι και το κλίμα των ημερών. Γιάννης: Δεν ξέρω αν είναι το κλίμα αλλά κι εγώ αισθάνομαι κάπως περίεργα. Κύριος: … γιατί όμως τόσο ωραία πράγματα που μας συμβαίνουν κάποιες στιγμές να τα δεχόμαστε τόσο άσχημα; Μπορεί και να υπάρχει κάποια δύναμη πάντα δίπλα μας, να μας βοηθάει με μικρές ή μεγάλες χάρες και εμείς να μην το καταλαβαίνουμε. (κοιτάζονται) Εσένα ας πούμε κυρ Γιάννη μπορεί αυτή η δύναμη να σε βοήθησε προχτές να φέρεις τρεις συνεχόμενες εξάρες και να κερδίσεις στο τάβλι τον γαμπρό σου. Γιάννης: Έ ρε πλάκες που έκανα,
μάλιστα δεν έβλεπα τα ζάρια και ήταν υποχρεωμένος να μου τα διαβάζει ο
ίδιος.
Γιάννης: Ναι ναι αν δεν κέρδιζα εκείνο το παιχνίδι θα `σκαγα … να `ναι καλά. Μαρία: Γιατί να μη τον κάνει τότε να κερδίζει συνέχεια και να `ναι πάντα χαρούμενος; Κύριος: Εμ δεν θα χαίρετε άμα κερδίζει συνέχεια …μπορεί και να σταματήσει να παίζει. Γιάννης: Ναι άλλη φορά να μ` αφήνει μόνο μου… τόσα γαλόνια με μέσον τα πήραμε; Σοφία: Για μισό λεπτό και
αν είναι έτσι όπως τα λέτε, σε άλλα πράγματα πολύ πιο σοβαρά γιατί δεν
επεμβαίνει; τόσους ανθρώπους λόγου χάρη γιατί τους αφήνει να πεινάνε και
να υποφέρουν;
Σοφία: Τι ένα λεπτό… για μια
ζωή θέλετε να πείτε.
Γιάννης: (μονολογώντας) Μας
έχει σαλέψει ομαδικά δεν εξηγείτε αλλιώς.
Κύριος: (χαμογελώντας) Ε όχι
δα δηλαδή τι το μυστήριο σας είπα; τι από όλα αυτά ακούτε για πρώτη φορά;
Κύριος: Τέλος πάντων σε λίγο
θα μαζευτεί κόσμος και εγώ πρέπει να αλλάξω.
Κύριος: Και τελικά δώρο δεν μου ζητήσατε. (κοκαλώνουν όλοι) Γιάννης: Βρε πως μπλέξαμε έτσι. Σοφία: Μπορούμε να ζητήσουμε ότι θέλουμε; Κύριος: Αρκεί να είναι δίκαιο να γίνει. Μαρία: Κοίτα να δεις που κόλλησε
το μυαλό μου.
Γιάννης: Ωραία λοιπόν να μην
πεθαίνει κανείς.
…Πώπω πέρασε η ώρα, όπου να
`ναι θα αρχίσουν να έρχονται. Που μπορώ να αλλάξω; (Επικρατεί σιγή μέσα
στο δωμάτιο, όλοι μένουν ακίνητοι κοιτώντας το άπειρο) …καλά δεν πειράζει
θα πάω μόνος μου. (Παίρνει το βαλιτσάκι του και φεύγει δεξιά)
Μαρία: Μα πως είναι δυνατόν
εσύ δεν έλεγες…
Γιάννης: (στον κόσμο του) Για το φασόλι… πως ήξερε για το φασόλι; Εγώ ζητούσα από τον Θεό να μου βάλει ένα φασόλι στο μαξιλάρι, για μένα το είπε…και για το τάβλι; πως το`ξερε; Σοφία: Και το κομμάτι το ψωμί
εγώ το έκρυβα δίπλα από το κρεβάτι μου, όταν ήμουν μικρή, παραμονή πρωτοχρονιάς,
για να το βρίσκω ανήμερα το πρωί και να μην παραπονιέμαι στον εαυτό μου…
και πραγματικά… ήταν τόσο γλυκό αυτό το ψωμί.
Ελένη: …Έρχομαι τώρα αμέσως.
(κλείνει το τηλέφωνο) Ήρθανε οι κόρες μου είναι σε μια γειτόνισσα.
Γιάννης: Μα καλά πως έφυγε, από πού; (χτυπάει το τηλέφωνο το σηκώνει η κυρα Σοφία) Ελένη: Μα είναι δυνατόν;
|
<
ΚΕΝΤΡΙΚΗ
<
|
|