Το πρωί τα φαντάσματα λιώνουν ακέραια
Σε κάποια σπουργίτια…
Το πρωί τα φαντάσματα λιώνουν
ακέραια.
Ανασχηματίζονται αόρατα
στην αναλαμπή της πρώτης ακτίνας.
Στο στερημένο σου ρουθούνι
ταλαντεύονται σαδιστικά.
Λικνίζονται σαν μαστίγια
που θα τυλιχτούν γύρω απ’ τα
αυτιά σου
για να μην ακούς τα ουρλιαχτά
σου.
Φλογισμένες οι ώρες
με ένα πόνο στα κόκαλα
σου θυμίζουν το κλάμα μιας μάνας.
Όμως η άδεια πόλη
το κορμί σου ζητάει στα πιστόνια
της.
Προχωρείς μες στο κρύο
με ένα τρύπιο αμπέχονο
και με πόδια που τρέμουν.
Στη γωνιά περιμένεις
για ένα ευεργέτη θάνατο.
Να σου χαρίσει την τελευταία
δόση
από ένα δάνειο λαχτάρας.
© Φ.Λαμπράκης
|