Βλέπω καμιά φορά στον πεζόδρομο ,στην βιτρίνα περιοδικών του ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ, νέα παιδιά ,λιωμένα από την συμβατικότητα της επαρχιακής ζωής, εδώ στην ΄΄Ξεχασμένη Ελλάδα ΄΄, στα Γρεβενά ,σε πόζα δαρμένου σκύλου ,ν αγοράζουν τα ιλουστρασιόν χάι-λάϊφ περιοδικά ,με διάθεση να ονειρευτούν ,πώς η ζωή είναι αλλού .
Ομολογώ πως με πτοεί το γεγονός πόσο ανυποψίαστα είναι ,για την δόση βίας που αγοράζουν. Για νάμαι ειλικρινής , το ειδος των ανθρώπων με ένα βίπερ –νόρα μέσα στο κεφάλι τους η πιο προχωρημένα με ένα ΚΛΙΚ , δεν μου είναι απωθητικό . Είναι μια στάση ανθρώπινη και νοιώθεται-ολοι ειχαμε τέτοιες ανόητες και ματαιόδοξες επιρροές- καταλαβαίνωπολύ καλά ένα τέτοιο ψώνισμα.
Όμως φτύνω και βρίσκω πρόστυχη την κοσμικογραφία με την οποία μερικοί εκτονώνονται:
Σε βάρος κακομοίρηδων που είναι ηδη λιώμα ,για να βρίσκουν περιθώριο να τους λιώσουν κι άλλο.
Σε βάρος μιας ηδη τρομοκρατημένης νεολαίας, από την ανεργία και από την κάλπικη λάμψη σεναρίων κοσμικής φαντασίωσης .
Σε βάρος αθώων που στήνονται καθημερινά μπροστά στην Τι –Βί σε εκπομπές με αϊ –κιού Κότας , για να πάρουν την δόση τους.
Σίγουρα είναι κωλοπαιδισμός και επιθετικό το να πλαστογραφείς τις μίζερες ΄΄εμπειρίες ΄΄ σου στην νύχτα ,σαν νεοκοσμικός λαικών περιοδικών ,ακριβώς για να ξεχωρίσεις και κομπλεξάροντας παιδάκια διηγούμενος σαμπανιζέ ιστορίες .
Το κωμικοτραγικό είναι οτνα γνωρίζεις αυτούς τους συμβατικούς και μίζερους ανθρώπους ,που εξασκούν κοσμικογραφία σε ΄΄παιδάκια γερασμένα ΄΄κατά τον ποιητή της Πρέβεζας .
Πιο πολύ ακόμη όταν όταν γνωρίζεις ότι οι πιο κραγμένες και χτυπητές συνταγές του χαί –λάιφ εχουν μαγειρευτεί σε καθημερινά φτωχά δωμάτια ,από ανθρώπους με οψη λογιστή και ψυχολογία γκαρσονιού.
Οφειλα την πιο πάνω εισαγωγή πρίν δηλώσω και γώ με την σειρά μου δραπέτης της πραγματικότητας, εδώ στην ¨Ανω Ελλάδα ¨, χαμένος από χέρι ,με φτηνές λαικές αναμνήσεις που ζητούν συμφιλίωση και πώς αποκοιμιέμαι αυτές τις μέρες στις λαικές γιορτές συλλόγων .
Πώς τις νύχτες στα Γρεβενά διασκεδάζω με νοσταλγικούς ηχους μιας γενιάς ,που νοιώθει οτι γερνάει και θελει να μυξοκλαίγεται γι αυτό το γέρασμα με στιλ .
Ανάβω τσιγάρο εδώ. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου. Μέθυσα με φτηνό Τοπικό οινο Γρεβενών, απόψε στού Κιτσούλη , στο Γυαλί –Καφενέ με ήχους και εικόνες μιας Πόλης ανθρώπινης.
΄΄Είν΄η ζωή του καθενός θάλασσα δίχως ακρη …΄΄αφήνομαι στην γλυκιά ψευδαίσθηση των τραγουδιών πού κρύβουν οι σημειολογικές βλακείες του κάθε ειδικού περί τα ρεμπέτικα .
Για μένα και την γενιά των φόρτυ σαμθινγκ, τα ρεμπέτικα ζούν σε κάτι γλετζέδικες εφηβικές μοναξιές ,στο κλάμα μιας νύχτας του χειμώνα ,σε κάτι παράξενες αστροφεγγιές γεμάτες σιωπή. Πειράζει?
΄΄Γειά σου Προύσα παινεμένη και στο κόσμο ξακουσμένη ..΄΄……. χαράζει και η πόλη εχει ρεπό .Ωρα 3,00 το πρωϊ . Ολες οι παρέες εγιναν μία, σε μια ατμόσφαιρα και σε ένα παιχνίδι βλεμμάτων πού βγάζει ολη την ματαιότητα του κόσμου.
Μια παρέα νεαρών , με την αισθητική του εισβολέα νεόπλουτου ,γενιά του φακα ντόρο ,μπαίνει στο μαγαζί . Ενας απ αυτούς ρίχνει μια γρήγορη ματιά ,κόβει κίνηση …και φεύγουν .
ΟΧΙ ! θύματα του ναϊτ κλάμπιγκ,΄΄ δεν είναι δώ το Σούλι…εδώ είναι του Κιτσούλη!!!!! ΄΄
Δεν σερβίρεται εδώ μακαρονάδα και ντιζαϊν και στιλίστικη σχιζοφρένεια,για αμόρφωτους λεφτάδες…
΄΄ Εδώ κανείς δεν τραγουδά κανένας δεν χορεύει , ακούνε μόνο την πενιά και ο νούς τους ταξιδεύει…..΄΄
Εδώ τραγουδά μόνο η περήφανη μοναξιά μας ,η ησυχη απελπισία μας ,η αρχοντιά μας ,εδώ ζωντανεύουν οι μνήμες μας ,οι Μύθοι μας που δεν ζούνε όπως –όπως με δανεικά ,αλλά ανήκουν σε οσους τους πιστεύουν και εγκαταλείπονται στην γλυκιά ψευδαίσθησή τους.
Εδώ το ακραίο και σκληρό αίσθημα ,που το νοιώθεις μόνο όταν ακούς τον Δημήτρη στις ΄΄Μπαλκάν ΄΄συνθέσεις του. ΄΄Μην καμαρώνεις τόσο δεν εισαι απ τις καλές…΄΄
Εδώ η Μίνα με την φωνή σαν ράγισμα κοχυλιού που σπάει κρύσταλλο καθώς χορεύει η Μαρία με μια εσωτερικότητα την ΄΄Ρόζα την ναζιάρα που στην κακούργα Αθήνα δεν βρίσκει πια δουλειά ..΄΄
Εδώ ολο το παράπονο του ποντιακού Ελληνισμού σε ένα στίχο , πώς εγινε και εμεινε εκτός …..ολος αυτός ο κόσμος ,όταν οι Πόλεις του ειχαν Ιστορία και χιλιάδες κόσμο ενώ η Αθήνα ηταν τότε , ένα χωριουδάκι χιλίων κατοίκων ….. ΄΄Στα ξένα ειμαι Ελληνας μα στην Ελλάδα Ξένος …΄΄
Εδώ ολος ο πλούτος της Δημοτικής μας παράδοσης ,που θέλει τις γυναίκες όχι παντρεμένες ,αλλά αρπαγμένες ,πού θελει τους Άντρες να ανοίγουν κόντρες με πανύψηλα Βουνά ,τις βρύσες, τα πεύκα ,τά πουλιά να μιλάνε.
΄΄ μην είδατε τον Θόδωρο τον Θόδωρο τον Ζιάκα…΄΄
Εδώ μια σωματική αίσθηση ζωής, που δεν πολτοποιείται ,όταν ο νεαρός άνεργος της ΄΄Πίνδου Α.Ε ΄΄ζητά να χορέψει ΄΄το μερτικό μου απ την ζωή μου τόχουν παρει άλλοι ,γατί ει χα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη…΄΄
Εδώ η αίσθηση και η ψυχολογία ομάδας, της μεγάλης ομάδας των Γρεβενιωτών που στέκονται στην ζωή με γενναία καρδιά και ντόμπρα αισθήματα….. ΄΄Δεν μπορεί !!! κάποια μέρα –κάποια μέρα… ΄΄
Θα μου πείτε καλά όλα αυτά ,αλλά δεν είναι παρά απολαύσεις ενός μυαλού ,που πίσω του σέρνει κάποιες μνήμες!
Ναι.! Μπορεί να φαίνεται πώς μου λείπει η αθωότητα ,αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω ότι κάποιος μπορεί να μεθά με φτηνό κοσματίσιο κρασί – και παρά τον πονοκέφαλο –να απολαμβάνει περισσότερα από ένα γελοίο τύπο που μεθά με ένα Τζόννυ και αρχίζει να βρίζει την κακή του μοίρα εδώ στα Γρεβενά.
Ακου να δείς! Η νύχτα οσο γοητευτική και αν είναι , είναι τιποτένια, παίρνει ζωή απ την ζωή μας , και το κρασί θέλει δύο μαύρα μάτια να χάνεσαι και δύο ΄΄κόκκινα σαν το κεράσι χείλη ΄΄να το μοιράζεσαι, μα πιο πολύ μια ονειροπόλα σκέψη .
Καλές οι προθέσεις σου θα μου πείτε , ΄΄μα εμένα δεν με σωνει τίποτε!!! ΄΄
Αθώοι μου αναγνώστες του Σαββάτου πιάστε το μαντηλάκι και ρίξτε και σείς μια γύρα στον χορό που με εξάντλησε και μετά ησυχάστε , στα άκρα του μαγαζιού ,στα άκρα της πόλης , στα ακρα της ζωής ….μια ζωή στα ακρα..
Δυσκολεύομαι να διακρίνω τι γράφω ….θα σταματήσω εδώ , εδώ ακριβώς.
Παπακωνσταντίνου Δημήτρης . Ετών
40 +