(γράφει ο ιστορικός Λαΐτσος Στέργιος)
Τα ονόματα, σημεία αναγνώρισης, προσδιορισμού, στοιχείο ταυτότητας. Είναι η ίδια η ιστορική ταυτότητα των Βλάχων που εγγράφεται σε όλα αυτά τα ονόματα των μικρών τόπων. Και οι ιδιοι φαίνεται να το ξέρουν κι αισθάνονται σίγουροι γι’ αυτή τους την αυτογνωσία όπως και για τα βουνά τους. Διότι αυτή είναι η δική τους, η βιωμένη αλήθεια...Το Περιβόλι, «μια ομορφιά πραγματική, απλή κι αληθινή» όπως γράφει ο Ενισλείδης, είναι χτισμένο σ’ ένα φυσικό άνδηρο της μακεδονικής Πίνδου σε υψόμετρο 1350 μέτρα. Η επίσημη ονομασία μόνο ηχητική συγγένεια έχει με την αρχική ονομασία του οικισμού. Οι εντόπιοι βλαχόφωνοι κάτοικοι του οικισμού το ονομάζουν «Πριβόλεα» ή «Πιριβόλεα». Η βλαχική αυτή ονομασία προέρχεται από την ελληνική λέξη περιβολή που σημαίνει «περιβεβλημένος χώρος, περιοχή». Την υπόθεση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι μέχρι σήμερα ο πυρήνας του οικισμού ονομάζεται «πιριουχία»-περιοχή. Αρχικά υπήρχε στη θέση «περηοχή αη γηοργη» ένα κάστρο που μαζί με το φυλάκιο «ρόκα» ήλεγχε τη δίοδο στον αυχένα «φάγκο βίμτο». Το κάστρο αυτό ήταν ένα από τα πολλά στο τμήμα της βόρειας Πίνδου κι αποτελούσε μέρος ενός δικτύου κάστρων και φυλακίων του οποίου τις απαρχές τοποθετεί η ιστορικογεωγραφική έρευνα στην περίοδο του Διοκλητιανού. Αυτό το δίκτυο ελέγχου των ορεινών διαβάσεων ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο στην περιοχή καθώς διέρχονταν από εκεί σημαντικοί εμπορικοί και στρατιωτικοί δρόμοι στη βυζαντινή περίοδο και διατηρήθηκε έως και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η λειτουργία του χώρου λοιπόν που παρέμενε η ίδια, ένα φαινόμενο μακράς διάρκειας, διατήρησε το αρχικό τοπωνύμιο στην πλησιέστερη ηχητική του μορφή στην προφορική παράδοση των κατοίκων του συγκεκριμένου χώρου. Σ’ αυτή την διοκλητιάνεια περίοδο τοποθετούν την παρουσία των Βλάχων στις κλεισούρες της Πίνδου σχετικές ειδήσεις από τη βυζαντινή ιστοριογραφία.
Η εκμετάλλευση από την αρχαιότητα ήδη των ορυχείων χαλκού στις θέσεις «καλύβια», «κουβάτες», «σμιρίστι» στα όρια Μακεδονίας-Ηπείρου φαίνεται ότι διεύρυνε τη σημασία του στρατιωτικού αυτού φρουρίου σε συνάφεια με την ιστορική εξέλιξη του ευρύτερου χώρου κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και του προσέδωσε στα πλαίσια του οικιστικού συστήματος της περιοχής έναν ξεχωριστό ρόλο που διέσωσε έως και τους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Αρχαιολογικά ευρήματα από τη θέση «παλιομανάστρι», τα υπολείμματα οχυρώσεων στις θέσεις «παλιόκαστρο», «πιρουστή» και «κάλουτα» ενισχύουν την παραπάνω υπόθεση.
Οι πληροφορίες που έχουμε για το οικιστικό σύστημα της περιοχής παρότι προέρχονται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας μαρτυρούν την ύπαρξη ενός ιεραρχικά διαβαθμισμένου κι οργανωμένου χώρου, όπου η «χόρα περηβολη» είναι το κέντρο του συστήματος μιας ομάδας από «χορηα». Η ύπαρξη κατά τους βυζαντινούς χρόνους του παραπάνω οικιστικού συστήματος πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Ιδιαίτερα κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους οι μικροοικισμοί της περιοχής θα πρέπει να συνιστούσαν ένα είδος κτηνοτροφικής και στρατιωτικής πρόνοιας όπως κι οι άλλοι οικισμοί της «άνω Βλαχίας» δηλαδή της Πίνδου στα περάσματα από Ήπειρο προς Θεσσαλία και Μακεδονία. Οι μικροοικισμοί - «πρόνοιες» εκτείνονταν στην κοιλάδα «μπαϊτάνι» στον άνω ρου του Αώου ποταμού και στην κοιλάδα του «αρίου άλμπου» στις θέσεις «αγιου-Νικόλα» και «αγίνι», όπου οικόσιτη κτηνοτροφία, μικροκαλλιέργειες, περιορισμένη υλοτομία και τα αντίστοιχα προϊόντα συντηρούσαν τον πληθυσμό, το πλεόνασμα του οποίου εξάγονταν στην αυτοκρατορική στρατιωτική υπηρεσία του στρατηγού «των Βλάχων Ελλάδος», όπως ονομάζονται τα επίλεκτα τάγματα του θεσσαλικού ιππικού των Βυζαντινών. Επιπλέον ένας συνδυασμός παραγόντων όπως οι κλιματικές αλλαγές, η εγκατάσταση των Σλάβων, κι η παρακμή των επαρχιών κατά τη πρώτη περίοδο της μεσοβυζαντινής εποχής (6ος –9ος αι.) οδηγούν στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και διευρύνουν έτσι τον ορίζοντα των δραστηριοτήτων των λατινόφωνων πληθυσμών της Πίνδου και της Θεσσαλίας. Η ολοένα κι αυξανόμενη μνεία των Βλάχων της Πίνδου και της Θεσσαλίας από τους βυζαντινούς ιστορικούς από τον 10ου αιώνα και μετά είναι ενδεικτική της σημασίας που αποκτούν για το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος οι οικονομικές δραστηριότητες των πληθυσμών αυτών σε συνδυασμό με τη διάθεση του υπερπληθυσμού σε στρατιωτικού χαρακτήρα ομάδες τους ονομαστούς «μεγαλοβλαχίτες ιππείς» του 12ου και 13ου αιώνα.
Η συγκρότηση του οικισμού «χοαρα» στη σημερινή του θέση πρέπει να τοποθετηθεί στον 14ο αιώνα. Είναι η περίοδος κατά την οποία σύμφωνα με έγγραφα των μονών των Μετεώρων εμφανίζονται τα ονόματα των οικισμών της Πίνδου και περιγράφονται τα όριά τους στη σημερινή τους θέση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του γειτονικού προς το Περιβόλι οικισμού της Μηλιάς «Αμέρου». Εξωτερικοί παράγοντες που συντέλεσαν στη σύσταση του οικισμού μπορεί να θεωρηθούν οι εσωτερικές μετακινήσεις βυζαντινών πληθυσμών από τις βόρειες επαρχίες (σήμερα περιοχή Αλβανίας) κατά τα τέλη του 13ου και στη διάρκεια του 14ου αιώνα, ο ανταγωνισμός των Δεσποτών της Ηπείρου προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα καθώς ενίσχυαν τα βλαχικά τσελιγγάτα της Πίνδου και τους βλαχικούς πληθυσμούς που συγκροτούσαν ξεχωριστό κι επίλεκτο τμήμα στο ιππικό του κράτους της Ηπείρου και νέμονταν ως «αβασίλευτοι», δηαδή μη αυτικρατορικοί, τα όρη της Πίνδου, η παραπέρα αποδυνάμωση της επαρχιακής αυτοκρατορικής εξουσίας, οι σερβικές επιδρομές και τέλος η ταχεία επικράτηση των Οθωμανών στις δυτικές βαλκανικές επαρχίες. Από τα σωζόμενα οθωμανικά έγγραφα προκύπτει ότι ο οικισμός Περιβόλι τον 16ο αιώνα είναι εγγεγραμμένος στον κώδικα των «Αφιερωμάτων» (Βακούφια) ως «εξαιρετικόν τιμάριον» και οι κάτοικοί του είναι «ασύδοτοι», χαίρουν δηλαδή ειδικού νομικού καθεστώτος σε ότι αφορά στη διοίκηση και στην απόδοση φορολογίας. Στα 1789 η «χορα περηβολη» είναι το πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό κέντρο για τα «γηρο χορηα αλαπασαρά κε παλόκαστρο κε καληβηα κε αη λουκά κε μετοχη κε μπηθούλτση κε χράπα κε καρήτσα κε λαβανητσα». Η «χορα περηβολη» εδώ και τέσσερις αιώνες αντιπροσωπεύει πια ως μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης την περιοχή στην οθωμανική Πύλη και διαπραγματεύεται το καθεστώς των σχέσεών της μ’ αυτή. Η ακμή της κτηνοτροφίας και η ανάπτυξη βιοτεχνικών κι εμπορικών δραστηριοτήτων, η ανάπτυξη των ημιονηγών μεταφορών, «τα περίφημα Περιβολιώτικα καραβάνια μετέφεραν την πραμάτεια από άκρη γης» σημείωνε ο γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα Πουκεβίλ, η αύξηση του πληθυσμού με τη συνώκηση των γειτονικών μικροοικισμών, η εγκατάσταση πληθυσμών και το προνομιακό καθεστώς αποτυπώθηκαν στην ανοικοδόμηση νέων μεγάλων ναών στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής (άγιος Παντελεήμων 1703, καθολικό μονής αγίας Τριάδας 1729, άγιος Γεώργιος 1760) και ολοκλήρωναν μια πορεία ανάπτυξης που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται το 1603 με την ανέγερση του νέου καθολικού στη βυζαντινή μονή του αγίου Νικολάου (1308).
Στον τοπογραφικό ιστό του οικισμού αποτυπώνονται εκείνη την περίοδο εκτός από τη συνώκηση των μικροοικισμών, η εγκατάσταση πληθυσμών προερχόμενων από άλλους βλαχόφωνους οικισμούς της Ηπείρου, το σύστημα συγγένειας κι ένα νέο δυναμικό στοιχείο της κοινοτικής ζωής οι κοινωνικές διαστρωματώσεις.
Στην περίοδο της συγκρότησης του οικισμού θα πρέπει να χρονολογήσουμε και την απαρχή του εθίμου «Σίγνιλι». Η λιτανεία της 8ης Σεπτεμβρίου είναι στενά συνδεδεμένη με τη σύσταση στην υστεροβυζαντινή εποχή του οικισμού και την οριστική μορφοποίησή του περί τα 1700. Η βλαχική ονομασία «Σίγνιλι» της λιτανείας αυτής σημαίνει τα σημεία, τα σύμβολα, τα λάβαρα με μια στενή έννοια του όρου. Ο όρος σίγνα από το λατινικό signum: σημείο, λάβαρο (πληθ. signa) συναντάται σε βυζαντινά κείμενα. Η διπλή αυτή σημασία του όρου περικλείει και το περιεχόμενο της θρησκευτικής εκδήλωσης που λαμβάνει έκτοτε χώρα στο Περιβόλι κάθε 8η Σεπτεμβρίου μέχρι και σήμερα. Η λιτάνευση των λαβάρων και της εικόνας του προστάτη αη-Γιώργη καθώς διέρχεται από συγκεκριμένα και καθορισμένα σημεία που περιβάλλουν τον κατοικημένο χώρο, τον ορίζουν τελετουργικά και τον καθαγιάζουν. Η τελετουργική επανάληψη των δεήσεων, οι στάσεις κι η ανάγνωση των ευχών σε συγκεκριμένα σημεία της διαδρομής από όπου διέρχεται η λιτανευτική πομπή, το δικαίωμα συμμετοχής των «ισναφιών» συντεχνιών στη δημοπρασία για το «ύψωμα» και το κλείσιμό της εκδήλωσης παλαιότερα με την τελετή των αδελφοποιήσεων μαρτυρούν την ιδιαίτερη σημασία της και το ρόλο της στη συγκρότηση αφενός του οικισμού κι αφετέρου της κοινοτικής ταυτότητας των Περιβολιωτών.